Γανωτής (επίσης γανωτζής ή γανωματής είναι εκείνος ο τεχνίτης που επικαλύπτει τα χάλκινα σκεύη με κασσίτερο και αποτελεί ένα από τα ιδιαίτερα χειρωνακτικά επαγγέλματα. Λέγεται ότι έρχεται από τα χρόνια του Βυζαντίου και ήταν ένα "σωτήριο" επάγγελμα, καθώς προστάτευε τους ανθρώπους από θάνατο που προκαλούσαν τα αγάνωτα χάλκινα (μπακιρένια) σκεύη τους. Η εκτενής χρήση των οποίων, είχε σαν αποτέλεσμα την οξείδωσή τους, κάνοντάς τα επικίνδυνα για δηλητηρίαση. Η παρουσία λοιπόν του γανωτή ήταν τότε επιτακτική. Ας δούμε λοιπόν εν συντομία το σχεδόν εξαφανισμένο αυτό επάγγελμα, αποκαθιστώντας έτσι την φήμη και τη σημαντικότητά του στη μνήμη μας.
Έχοντας δροσιστεί από το παγωμένο νερό της πλαταιϊτσας κοντά στο χώρο θυσίας στην ηρωική Νάουσα, παρατηρεί κανείς τη λιτή "καταχώρηση" ενός γανωτή, στο φιλόξενο κορμό ενός πλατάνου.
Περνώντας κάθε φορά από το σημείο αυτό γεννιέται το μυστήριο; ειδικά για τους νέους στο... τι είναι αυτός ο γανωτής; Αυτό μπορεί κανείς να το μάθει μόνο από τους παλιούς που με τη λέξη και μόνο αντηχούν δυνατά στα αυτιά τα λόγια...
«Γανωωωτής! Μπακίρια γανώνωωωωω! Γανωωωτής»
Στις αρχές του 20ού αι. ο γανωτζής κουβαλούσε στην πλάτη του τα απαραίτητα εργαλεία και περπατώντας φώναζε και καλούσε τις νοικοκυρές να του φέρουν τα είδη που χρειάζονταν γάνωμα. Έστηνε την γκαζιέρα του στην αυλή του σπιτιού, έλιωνε τον κασσίτερο. Αφού καθάριζε καλά τo σκεύoς, άλειφε το εσωτερικό του με σπίρτο και το τρίβε με κουρασάνι (=τριμμένο κεραμίδι). Μετά κράταγε το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και έριχνε μέσα το νησιαντήρι (=χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει καλύτερα το καλάι πάνω στο χάλκωμα. Αφού το σκούπιζε καλά, άπλωνε το λιωμένο καλάι σ' όλη την επιφάνεια του σκεύους μ' ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα.Ζητούσε και από νοικοκυρά του σπιτιού μια λεκάνη με κρύο νερό, στην οποία βουτούσε το σκεύος, που γάνωσε και λαμπύριζε στον ήλιο.
Έπρεπε λοιπόν να γανωθούν, να περαστεί δηλαδή η επιφάνειά τους για προστασία με ένα ειδικό μέταλλο, το καλάι (κασσίτερος) εξ ου και το όνομα καλαϊτζής .
Ο γανωματής αφού καθάριζε καλά τα σκεύη, άλειφε το εσωτερικό τους με σπίρτο (υδροχλωρικό οξύ ) και το έτριβε με τριμμένο κεραμίδι ή άμμο.
Ύστερα ζέσταινε καλά το χάλκινο σκεύος στη και έριχνε μέσα το χλωριούχο αμμώνιο για να στρώσει καλύτερα το καλάι. Στη συνέχεια, το σκούπιζε καλά και μετά άπλωνε το λιωμένο καλάι στην επιφάνεια του σκεύους με τη βοήθεια ενός χοντρού βαμβακερού υφάσματος. Στο τέλος το σκούπιζε με καθαρό βαμβάκι για να γυαλίσει.
Οι γανωτζήδες ήταν συνήθως πλανόδιοι τεχνίτες που αναλάμβαναν το γαλβανισμό και το στίλβωμα των χάλκινων οικιακών σκευών, όπως τα ταψιά, τα καζάνια, τα κουτάλια,τα πηρούνια κλπ.
Η λέξη γανωτής προέρχεται από το ρήμα ΓΑΝΩΝΩ και μάλιστα από το αρχαίο ρήμα
ΓΑΝΩ = δίνω λάμψη...
Το επάγγελμα αυτό συνδέεται κυρίως με τους Τσιγγάνους και αποτελεί ένα από τα παραδοσιακά τους επαγγέλματα. Οι γανωτές αναζητούσαν πελάτες στις γειτονίες της πόλης η του χωριού.
Ένα εξαιρετικό βιντεάκι από γάνωμα μπορείτε να απολαύσετε παρακάτω.
Έτυχε να βρεθούμε κοντά σε ένα από αυτά τα επαγγέλμαστα που πλέον ψυχοραγούν. Φυσικά θα θέλαμε το υλικό να είναι πιο πλούσιο φωτογραφικά, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση θυσιάσαμε τη φωτολεπτομέρεια χάρην της ιστορίας του ξεχασμένου αυτού επαγγέλματος.
Αυτό που θα παρατηρήσει κανείς είναι η ιδιοσυγκρασία αυτών των ανθρώπων.
Είναι ατάραχοι και συμβιβασμένοι σε ένα άκρως απλό τρόπο ζωής, όπου απλά αφήνουν το χρόνο να περάσει.
Πλήρως αφοσιωμένοι και επικεντρωμένοι σε αυτό που κάνουν (είμασταν αόρατοι!)- ότι θα έπρεπε να κάνουμε όλοι μας άλλωστε, να συγκεντρωνόμαστε στις ασχολίες μας και μόνο-.
Λιτοί στην καθημερινότητά τους, πλούσιοι όμως στα μηνύματα που έχουν να προσφέρουν.
πηγές
|