Η γυναίκα στο μεγαλείο της.
Ελάτε να να δούμε μαζί τη δόξα της Ναουσαίας μέσα από τις παραδοσιακές της φορεσιές.
Να περπατήσουμε στο χρόνο, και να θυμηθούμε το πως η υπομονή και επιμονή στην ομορφιά, μας κρατά μακριά από τον κακό εαυτό μας και μας φέρνει πιο κοντά στις ρίζες και στο συνάνθρωπο μας.
Να περπατήσουμε στο χρόνο, και να θυμηθούμε το πως η υπομονή και επιμονή στην ομορφιά, μας κρατά μακριά από τον κακό εαυτό μας και μας φέρνει πιο κοντά στις ρίζες και στο συνάνθρωπο μας.
Να αποκρυπτογραφήσουμε τον κώδικα ένδυσης, και να αφεθούμε στη λεπτομέρειά του.
Αισθάνομαι ότι είναι χρέος μου να μοιραστώ το υλικό από την εκδήλωση που έκανε το Λύκειο Ελληνίδων Θεσσαλονίκης τον Δεκέμβριο του 2011, αφιερωμένη στην Ναουσαίϊκη φορεσιά, που παρουσίασε η πρόεδρος του Λυκείου Ελληνίδων Νάουσας Βάσω Μπάιτση και οι χορεύτριες του ΛΕΝ Αντιφακου Ρία, Μπάιτση Ελισάβετ και Μπάιτση Νίκη, που φόρεσαν φορεσιές από την μουσειακή συλλογή του ΛΕΝ και του Τάκη Μπάϊτση.
Λίγη ιστορία για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε την εξέλιξη των ενδυμασιών στο διάβα του χρόνου...
Η πόλη μας η Νάουσα είναι μια πόλη με μεγάλη και σημαντική
ιστορία που όπως γνωρίζετε βρίσκεται στους πρόποδες του Βερμίου και δίπλα στην αρχαία μακεδονική πόλη τη; Μίεζας και στους αρχαιολογικούς
χώρους των Λευκαδίων και των Ανθεμίων. Κτήτορες της πόλης είναι ο Άγιος
Θεοφάνης, ο μετέπειτα πολιούχος της και ο στρατηγός των Τούρκων Γαζή Εβρενός.
Η Νάουσα ή Νιάουστα ή
Αγοστός στην Οθωμανική αυτοκρατορία γνώρισε μεγάλη οικονομική ευμάρεια με τους
κατοίκους της να ασχολούνται με την καλλιέργεια αραβοσίτου και αμπέλου από την οποία
παρασκεύαζαν το περίφημα κρασί και για το οποίο μέχρι σήμερα λένε την φράση «
κρασί από την Νάουσα το φέρνουν στο μαντήλι» θέλοντας να δηλώσουν την καλή του
ποιότητα και ρευστότητα.
Αλλά και με την σηροτροφία , το εμπόριο και τις τέχνες .
Λέγεται δε, πως τα προϊόντα της πόλης έφταναν μέχρι την Οδησσό, τη Μόσχα, την Βιέννη,
την Πεστη και την Λειψία.
Η ειρηνική και ανθηρή περίοδος της Νάουσας , με εξαίρεση το παιδομάζωμα
που επιχειρήθηκε το 1705 διαρκεί μέχρι το 1822 οπότε και καταστρέφεται ολοσχερώς
από τους Τούρκους.
Η ζωή στην πόλη φαίνεται
ότι επέστρεψε αρκετά νωρίς και η προσπάθεια αναδημιουργίας έφερε γρήγορα
καρπούς. Αρχές του 1832 απαντώνται οι πρώτες μαρτυρίες για ανέγερση εκκλησιών
και το 1875 εμφανίζονται οργανωμένες βιομηχανίες ενώ αρχίζουν και οι εμπορικές συναλλαγές
με την Αίγυπτο και τις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Η Νάουσα ενώνεται με το ελεύθερο
ελληνικό κράτος στις 17 Οκτωβρίου 1912 μετά
από έντονη παρουσία των κατοίκων της στον Μακεδονικό Αγώνα.
Στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα η πόλη ηγείται
μιας πρωτοπόρου πορείας στο χώρο της βιομηχανίας ειδικά της κλωστοϋφαντουργίας. Τα τελευταία χρόνια προσπαθεί
ώστε τόσο σε οικονομικό όσο και σε
πολιτιστικό επίπεδο η παρουσία της να είναι αντάξια της ιστορίας της.
Η λεπτομέρεια σε όλο της το μεγαλείο. Eίναι αξιοθαύμαστος ο χρόνος και η υπομονή που απαιτείται για την προετοιμασία τους.
Στον πολιτιστικό χώρο της πόλης δραστηριοποιείται και το
Λύκειο μας εδώ και σαράντα πέντε χρόνια
αφού ιδρύθηκε το 1966. Σε όλη δε αυτή
την πολύχρονη παρουσία του προσπαθεί με σεβασμό και επίγνωση να διαφυλάξει τους
θησαυρούς της λαϊκής μας κληρονομιάς και να κρατήσει στέρεους τους δεσμούς με
την εθνική μας παράδοση. Οι διακρίσεις του Λυκείου των Ελληνίδων Νάουσας είναι
πάρα πολλές τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Συμμετέχουμε σε όλες τις
εκδηλώσεις της πόλης προβάλλοντας τα ήθη και τα έθιμα μας και παρουσιάζουμε παραστάσεις
αναδεικνύοντας την ιστορία μας και την πολιτιστική μας κληρονομιά.
Έχουμε εκδώσει δυο βιβλία: μια επανέκδοση του βιβλίου της
βάρδου της Νάουσας Θάλειας Σαμαρά, που τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών , με
τίτλο «Στου Βερμίου την αντάρα» και άλλη μια έκδοση με την παραδοσιακή φορεσιά
της Νάουσας και το δημοτικό τραγούδι. Το 2009 διοργανώσαμε το 14ο Πανελλήνιο
Συνέδριο του Λυκείου των Ελληνίδων με θέμα» από τον λαϊκό πολιτισμό στις
πολιτιστικές αγορές» του οποίου τα πρακτικά εκδόθηκαν το 2010.
Το Λύκειο των
Ελληνίδων έχει μια μεγάλη λαογραφική συλλογή που παραχώρησε στο Λαογραφικό
Μουσείο της πόλης και η οποία αποτελεί το 90% των βασικών εκθεμάτων του. Είμαστε
δε στην ευχάριστη θέση να έχουμε δική μας στέγη που αποκτήθηκε τον Μάιο του
2009, ένα από τα λιγοστά εναπομείναντα νεοκλασικά της πόλης.
Σήμερα θα σας παρουσιάσουμε την φορεσιά μας, την γυναικεία φορεσιά
της Νάουσας που φορέθηκε από τις γυναίκες
μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα.
Η Ναουσαία εκείνα τα
χρόνια ασχολείται μέσα στο σπίτι με το νοικοκυριό και την ανατροφή των παιδιών
και συμμετέχει εκτός σπιτιού μόνο σε κοινωνικές υποχρεώσεις. Η μόρφωση των
γυναικών στην Νάουσα εμφανίζεται το 1897 με την ίδρυση του πρώτου παρθεναγωγείου
ενώ η πρώτη γυναικεία οργάνωση με φιλανθρωπικό σκοπό ιδρύεται από επιφανείς
Ναουσαίες το 1905 και είναι η αδελφότης κυριών.
Σε ότι αφορά την παιδική κοριτσίστικη φορεσιά από προφορικές
μαρτυρίες ξέρουμε ότι ήταν ένα μακρύ λουλουδάτο φόρεμα από απλό ύφασμα, κοντόμεσο με σούρες με κλειστό
μπούστο και όρθιο γιακαδακι. Για πανωφόρι τα κορίτσια φορούσαν λιμπαντί υφαντό ή από τσόχα και στο κεφάλι τα μαλλιά
τα εδεναν σε μια πλεξούδα. Στις έφηβες και τις αρραβωνιασμένες η ποιότητα των υφασμάτων
γίνεται καλύτερη και στο λαιμό εσωτερικά φορούν την μικρή τραχηλιά που φαίνεται
λίγο από το φουστάνι, χαρακτηριστικό δε της αρραβωνιασμένης είναι τα φλουριά που φορούσε στο λαιμό , δώρα της στον αρραβώνα.
Στην καθημερινότητα της η Ναουσαία φορούσε φουστάνι σε χρώματα σκούρα, μπλε, καφέ και οι πιο ηλικιωμένες
γκρι η μαύρο από απλό υφαντό ύφασμα με την ποδιά τους και για πανωφόρι
χρησιμοποιούσε το λιμπαντί σε σκούρο χρώμα και αυτό χωρίς κεντήματα. Στο κεφάλι
έβαζε ένα τρίγωνο μαντήλι μεταξωτό ή βαμβακερό που το έδενε τριγωνικά στην
αριστερή μεριά και το λεγανε τσίπα. Κάτω από το φουστάνι φορούσε πουκάμισο
υφαντό και στο στήθος μαρουλάτη τραχηλιά. Όταν το φουστάνι, η ποδιά και το λιμπαντί
είχαν το ίδιο χρώμα και αυτό εμφανίζεται γύρω στο 1930 η φορεσιά λέγεται
τακίμι.
Επειδή σήμερα θέλαμε να σας δείξουμε αυθεντικές παλιές
φορεσιές που υπάρχουν σε συλλογές στην Νάουσα και όπως καταλαβαίνετε δεν
σώζονται σε καλή κατάσταση ούτε παιδικές φορεσιές αρραβωνιασμένης, ούτε και
καθημερινές φορεσιές της σχόλης, προτιμήσαμε να αρκεστούμε στην περιγραφή και
μόνον των παραπάνω και να δώσουμε μεγαλύτερη βαρύτητα στις αυθεντικές που
βλέπετε.
Ξεκινάμε λοιπόν με μια εκδοχή Ναουσαιϊκης φορεσιάς που φορέθηκε από γυναίκες γύρω στα 35-45 χρονών σε καλές , γιορτινές μέρες που είναι από μεταξωτό μονόχρωμο μπορντό ύφασμα με την ποδιά τους και την ζώστρα του και δυο τραχηλιές και απλά μανικακια με λίγη δαντέλα που φαίνεται στην άκρη. Σαν επενδύτη – πανωφόρι φορά ένα απλό λιμπαντί που είναι και αυτό χωρίς χρυσά κεντήματα αλλά κεντημένο στις απολήξεις του με μπιρσίμι. Σε αυτές τις επίσημες εμφανίσεις τους φορούσαν στο κεφάλι το φιτόσι , ένα καπέλο χωρίς φούντα που άλλοτε έχει στην άκρη του λουλούδια από δαντέλα ή δεν έχει, ο μπόγος του είναι σκούρος και δεν υπάρχουν χρυσά κεντήματα.
Και πρέπει να αναφέρουμε
ότι σε πενθούσες γυναίκες ο μπόγος στο καπέλο γινόταν μαύρος , το φόρεμα
γίνεται μαύρο και το μαφέσι πάνω από τις τραχηλιές και αυτό μαύρο.
Οι διαφορές που υπήρχαν στην φορεσιά αντικατοπτρίζουν την κατάσταση της γυναίκας που την φορούσε ανάλογα με την χρήση , την ηλικία και την κοινωνική θέση. Εξ άλλου η οικονομική κατάσταση της οικογένειας καθρεφτιζόταν και στο ένδυμα. Έτσι οι πλούσιες οικογένειες εμφάνιζαν τις φορεσιές με τα πιο καλά σε ποιότητα υφάσματα και με τα πιο πλούσια κεντήματα. Αυτά τα υφάσματα ήταν συνήθως εισαγόμενα από την Ευρώπη ή την Αίγυπτο. Τα ραβανε άνδρες ραφτάδες και τα κεντούσαν πάλι άνδρες οι λεγόμενοι τερζήδες.
Στις κατώτερες οικονομικές τάξεις τα
υφάσματα που χρησιμοποιούσαν ήταν συνήθως μεταξωτά η αλατζάδες που τα ύφαιναν
οι ίδιες οι Ναουσαίες στα σπίτια τους.
Στην Νάουσα έλεγαν
και μια παροιμία
« φάι ότι σε τρώγιτι κι βαλι ότι σε πρέπει» θέλοντας να τονίσουν την τάξη της κάθε οικογένειας στο θέμα της φορεσιάς.
« φάι ότι σε τρώγιτι κι βαλι ότι σε πρέπει» θέλοντας να τονίσουν την τάξη της κάθε οικογένειας στο θέμα της φορεσιάς.
Όσο μεγαλώνει η γυναίκα τόσο η φορεσιά της αλλάζει σε ότι αφορά
την ποιότητα των υφασμάτων, αλλά και την ποσότητα του διάκοσμου.
Έτσι αυτό
κορυφώνεται με τον γάμο της κοπέλας και μετά αρχίζει πάλι να μειώνεται σταδιακά
μέχρι που φτάνουμε σε αρκετά λιτή φορεσιά της ηλικιωμένης καθόλα όμως αρχοντική
και επιβλητική.
Τα ανοίγματα που υπάρχουν σε όλα τα μέρη της φορεσιάς είναι συνήθως
διακοσμημένα με διπλό γαϊτάνι και με χρυσά κεντήματα. Ένα βαθύ δε κόκκινου
χρώματος φουστάνι υπάρχει σχεδόν σε όλες τις προίκες.Αυτές τις δύο φορεσιές που βλέπετε τώρα είναι εκδοχές της
καλής φορεσιάς. Είναι βαριά και πλούσια με συμβολική σημασία για την γυναίκα
μιας και με αυτήν περνά από την ζωή της ελεύθερης στην ζωή της παντρεμένης.
Το φουστάνι είναι από πολύτιμη μεταξωτή στόφα με βαθύ ημικύκλιο
άνοιγμα στο μπούστο, έχοντας δυο διαδοχικά μικρά στρώματα στην απόληξη του, τις
λεγόμενες σκάλες, κοντόμεσο και η φούστα του ξεκινά αμέσως μετά το στήθος ,
είναι φαρδιά με σούφρες, σούρες που διαμορφώνονται σε πιέτες καλά σιδερωμένες.
Είναι κεντημένο στο γιακά, στην σκάλα. Στον μπούστο δηλαδή, και τις μανσέτες με
χρυσή κλωστή. Συνοδεύεται από την ποδιά που είναι συνήθως από το ίδιο ύφασμα με το φόρεμα,
έχει λεπτές πιέτες σιδερωμένες και δένεται σφιχτά στο πλάι ακριβώς κάτω από το στήθος
και όχι στην μέση.
Κάτω από το φουστάνι φοριέται το πουκάμισο που διακρίνεται
από καλό κισμιρενιο ύφασμα με τις μπιμπίλες στα ανοίγματα του και η Ναουσαία το
φορούσε πρώτη φορά στο γάμο τόσο μπούστος καλύπτεται από δύο τραχηλιές.
Η μια φαίνεται λίγη, είναι λιγότερο χρυσοκεντημένη ενώ η άλλη βγαίνει από έξω με χάρη λίγο πάνω από το φόρεμα και αφήνει να φαίνονται τα πολύτιμα χρυσοκεντήματα αλλά και η δαντέλα φτιαγμένη με βελόνα, την μπιμπίλα.
Ανάλογα με το κέντημα οι τραχηλιές είχαν και διάφορες ονομασίες, όπως σελινάτη, μακεδονήσι, κυπαρισσάκι Στα χέρια φορούσαν κισμιρενια μανικακια στην απόληξη τους χρυσοκεντημένα που η Ναουσαία τα βγάζει από το μανίκι του φορέματος προς τα έξω να φαίνονται.
Ανάλογα με το κέντημα οι τραχηλιές είχαν και διάφορες ονομασίες, όπως σελινάτη, μακεδονήσι, κυπαρισσάκι Στα χέρια φορούσαν κισμιρενια μανικακια στην απόληξη τους χρυσοκεντημένα που η Ναουσαία τα βγάζει από το μανίκι του φορέματος προς τα έξω να φαίνονται.
Το μαφέσι είναι ένα διπλωμένο τετράγωνο μεταξωτό συνήθως χρωματιστό ύφασμα που μπαίνει πάνω από τις τραχηλιές λοξά και είναι ενδεικτικό παντρεμένης γυναίκας.
Ο λαιμός καλύπτεται από το γκιορντάνι ή από μαργαριτάρια και
πιο κάτω τα φλουριά που τα έπαιρνε προίκα η κόρη στο γάμο. Οι πιο πλούσιες
φορούν και καρφίτσα στο μαφέσι και αλυσίδα με ρολόι. Στα αυτιά φορούσαν σκουλαρίκια
, τα τσουράκια και στα χέρια δαχτυλίδια και μπιλιτζίκια, βραχιόλια.
Η ζώστρα , που μπαίνει πάνω από την ποδιά είναι άλλες φορές ένα μεταξωτό παραλληλόγραμμο ύφασμα με κρόσσια και με πλούσιο κέντημα μα επιδεικνύεται στην αριστερή μεριά ή ένα μακρόστενο μεταξωτό ύφασμα με κρόσσια που δένεται έτσι που να φτάνει λίγο πιο πάνω από την ποδιά.
Κάτω από το στήθος και πάνω στην ζώστρα δεσπόζουν τα
συρματερά κολλάνια απαραιτητο εξάρτημα στην γυναικεία φορεσιά είναι δώρο του γαμπρού
στο γάμο που είναι περασμένα σε ζώνη δερμάτινη από κάτω και βελούδινη από έξω
με χρυσοκέντημα.
Το κεφαλοκάλλυμμα τέλος της Ναουσαίας είναι η φούντα ή το τεπελούκι που είναι πάντα δώρο του γαμπρού στην νύφη.
Η φούντα είναι από κόκκινο φέσι που ο τεπές του , το επάνω μέρος δηλαδή, έχει κεντημένο το οκτακτινο ή εξακτινο αστέρι που κατά μια εκδοχή μπορεί να συμβόλιζε το μακεδονικό άστρο.
Από την κορυφή του τεπέ κρέμεται και πέφτει από πίσω προς τα εμπρός μια χρυσή φούντα με κρόσσια που έρχονται και φαίνονται στον αριστερό ώμο.
Η φούντα μπορεί να είναι και μπλε με χρυσές κλωστές, ο μπόγος είναι λουλουδάτος και καλύπτεται από χρυσά κρόσσια , την φράντζα. Στο τεπελούκι δεν υπάρχει φούντα έχει όμως ένα εντυπωσιακό δαντελένιο λουλούδι από μικρά ανθάκια δουλευμένα με μπιμπίλα (αυτό φορέθηκε μετά το 1915)
Τα μαλλιά είναι πιασμένα μέσα στο καπέλο αφήνοντας να φανούν
μόνον τα τσουλούφια από το μέτωπο που είναι πάντα μαύρα και που τα τυλίγουν στο κεφάλι και σκεπάζουν
το μισό αυτί.
Πάνω από το φουστάνι φοριέται η σαλταμάρκα , κοντός
επενδύτης από ύφασμα ντρα με πολύ χρυσοκέντημα σε όλη την επιφάνεια του γιακά
και στα δύο μπρός μέρη του άλλα και στην μασχάλη στα μανίκια. Υπάρχει και το
λιμπαντί που είναι και αυτός επίσημος επενδύτης αλλά με λιγότερα κεντηματα. Σαν
χειμερινό επενδύτη φορούσαν το μακρολέμπαντο, επανωφόρι πιο κοντό από το φόρεμα
που το τελείωμα του κεντιόταν με χρυσό στριφτό κορδόνι, το τιρτίρι. Χρυσό κέντημα
έχει και στα μανίκια και στο γιακά Στο πίσω μέρος κάτω από την πλάτη ξεκινούν πολλές
σιδερωμένες πιέτες που δίνουν όγκο στο ρούχο.
Υπήρχε βέβαια και η σκουρτέλα που είναι βαρύς χειμερινός
επενδύτης , μοιάζει με το μακρολέμαπαντο, έχει χρυσά κεντήματα στο γιακά και στο εμπρός μέρος έχει φαρδιά χρυσαφί γούνα
την λεγόμενη μηλογούνα.
Kαι για να ξεφύγουμε λίγο από το καταγραφικό κλίμα, σας παραθέτω το σημαντικότερο συστατικό της κάθε γυναικείας ενδυμασίας. Και το όνομα αυτού..... Κουτσομπολιό! Παραμένει ακόμη αθάνατο.
Εύχομαι πραγματικά μέσα από το λεπτομερέστατο κείμενο αλλά και την εικονική απόδοση, να γευτήκατε λίγο από την ζωή της ηρωικής γυναίκας της Νάουσας.
Θυμούμενοι πάντα την θυσία τους στην Αραπίτσα τον Απρίλιο του 1822 για την οποία θα αναφερθούμε σε ξεχωριστό άρθρο.
Πριν κλείσω θα ήθελα να εκφράσω το βαθύτατο σεβασμό στους αγαπητούς Βάσω και Τάκη Μπαϊτση που μας έδωσαν την ευκαιρία να θυμηθούμε οτι η παράδοση ακόμα ζει και πως από εμάς πλέον περιμένει να κρατήσουμε τη φλόγα της αναμμένη....